- παναλγής
- παναλγής, -ές (Α)1. γεμάτος άλγος2. (η αιτ. πληθ. τού ουδ. ως επίρρ.) παναλγέα με πολύ πόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -αλγής (< ἄλγος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
παναλγία — η [παναλγής] πόνος σε όλο το σώμα … Dictionary of Greek